-
1 ὑπτιόω
A to be turned on one's back,ὑπτιωθέντος [τοῦ βρέφους] Sor.1.100
, cf. 106; to be turned downside up, to be upset,ὑπτιοῦτο σκάφη νεῶν A.Pers. 418
; of leaves, to be laid back, Dsc.4.88.2 of land, slope gently upwards,λόφος.. ὑπτιούμενος ἐπὶ τὴν κορυφὴν ἄκραν J.AJ15.11.3
.3 metaph. of the appetite (cf.ὑπτιασμός 11
), to be sluggish,ὄρεξιν.. ὑπτιωμένην ἀνεγεῖραι Gal.14.302
;- οῦσθαι τὸν στόμαχον Archig.
ap. Gal.13.140, cf. Sor.1.50. -
2 σκάφος
A digging, hoeing, τότε δὴ σ. οὐκέτι οἰνέων the time for hoeing vines, Hes.Op. 572;ὁ δεύτερος σ. τῶν νέων ἀμπέλων Gp. 3.4.5
.------------------------------------A hull of a ship, Hdt.7.182, Th.1.50;ἐν μέσῳ σκάφει S.Tr. 803
;ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν A.Pers. 419
; ναυτικὰ ς. S.Aj. 1278;Ἀργοῦς σκάφος E.Med.1
; ναὸς or νεὼς ς., poet. = ναῦς, Id.IT 1345, al.: generally, ship, οὐδ' ἐπόντισε ς. A.Ag. 1013 (lyr.), cf. Supp. 440, Ar.Ach. 541, D.9.69, BGU1755.4 (i B.C.), etc.;σκάφευς ἀνάσσων Alcm.72
(nisi leg. Καφεύς = Κηφεύς): metaph., πόλεως ς. the ship of the state, Ar.V.29.b τὸ ἴδιον κυβερνῆσαι ς. 'paddle one's own canoe', Phld.Rh.2.294 S.II = σκαφεῖον, AP6.21.7.
См. также в других словарях:
υπτιώ — (I) άω, Α [ὕπτιος] (ποιητ. τ.) υπτιάζω. (II) όω, ΜΑ [ὕπτιος] μσν. μτφ. επαίρομαι, κομπάζω αρχ. 1. (μτβ.) υπτιάζω 2. (για τόπο) έχω ομαλή κλίση 3. παθ. ὑπτιοῡμαι, όομαι α) ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ὑπτιοῡτο σκάφη νεῶν», Αισχύλ.) β) μτφ.… … Dictionary of Greek